Время для основательной заметки, а потом можно неделю праздничать. Написал на греческом для тех, кто на нём читает. На любом (в идеале, хотелось бы писать так, чтобы тебя понимали и те, кто учил только древнегреческий или только новогреческий):
Ἀλλαγαὶ ἐν τῇ βυζαντινῇ καὶ νέᾳ ἑλληνικῇ γλώσσῃ (изменения в византийском и новогреческом языках по сравнению с древнегреческим)
(1) Ἡ δοτικὴ καὶ γενικὴ συνεχωνεύθησαν —καλὴν ἡμέραν σοι -> καλὴ μέρα σου.
(2) Τὰ οὐσιαστικὰ εἰς -ηρ, -ωρ, -ων ἀνεσχηματίσθησαν (ἀπέκτησαν νέον κλιτικὸν παράδειγμα) ὡς ἑξῆς: πατὴρ> πατέρας (αἰτ. γεν. πατέρα, ὀνομαστικὴ αἰτ. πλήθ. πατέρες), μήτηρ > μητέρα (αἰτ. μητέραν, γεν. μητέρας), ῥἤτωρ > ῥἤτορας, δαίμων > δαίμονας, θυγάτηρ > θυγατέρα κ.λπ. κτλ
(3) Τὰ οὐσιαστικὰ εἰς -ις ἀφωμοιώθησαν εἰς τὰ ὀνόματα εἰς -ἡ: πόλις > πόλη (αἰτ.) πόλην, γεν. πόλης κ.λπ., ὅπως λύπη).
( 4) Πολλὰ οὐσιαστικὰ ἀντικατεστάθησαν ἐκ τῶν ἀντιστοίχων των ὑποκοριστικῶν εἰς -ιον: χεῖρ -> χέριον -> χέριν -> χέρι, πόδι (< πόδιον), μάτι (< ὀμμάτιον).
(5) Αἰ πλ. καταλήξεις -αἱ -ἂς ἐγένοντο -ἐς: ὧραι ὥρας > ὧρες.
Αἱ καταλήξεις τῶν θηλυκῶν τοῦ πληθυντικοῦ ἐτράπησαν εἰς – αι -> -ες, -ας -> -ες
(6) Ἡ ἐπιρρηματικὴ κατάληξις -ως ἀντικατεστάθη διὰ τῆς καταλήξεως τοῦ οὐδετέρου εἰς -α.
(7) ἐμέ -ἐμοῦ - ἐσέ - ἐσοῦ πλ. ἐσεῖς ἐσῶν, ἐσᾶς (7ον μ.Χ. ) ἀργότερον σχηματίζεται πληθυντικὸς κατὰ τὸν ἑνικὸν ἐμεῖς, ἐμῶν, ἐμᾶς, καὶ ἐκ παραλλήλου ἡ προσωπικὴ ἀντωνυμία ἀποκτᾷ καὶ τοὺς ἀδυνάτους τύπους:
ἐγώ ἡμεῖς/ἐμεῖς
ἐμοῦ/μου ἡμῶν/μῶν (ἐμῶν)
ἐμέ/με ἡμᾶς/μας (ἐμᾶς)
ἐσύ ἐσεῖς
ἐσοῦ/σου ἐσῶν/σων
ἐσέ/σε ἐσᾶς/σας
ἐμέ / ἐσέ
ἐμέν / ἐσέν
ἐμένα / ἐσένα
ἐμέναν / ἐσέναν
ἐμένανε / ἐσένανε
(8) Ἡ αὐτὸς ἐγένετο δεικτικὴ ἀντωνυμία ὅπως ὁὗτος (> τοῦτος) ἀλλὰ διετήρησεν τὴν λειτουργίαν του ὡς προσωπικὴ ἀντωνυμία ἐν τύποις τὸν τὴν τὸ κ.λπ. Ὡς ἀντωνυμία τοῦ γ΄ προσώπου τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἐχρησιμοποιήθη ἡ ἀντωνυμία αὐτός, ἡ ὁποία ἀπέκτησε καὶ ἀδυνάτους τύπους:
Αὐτός Αὐτοί
Αὐτοῦ, του Αὐτῶν, των
Αὐτόν, τον Αὐτούς, τους
(9) Ἀναφορικὴ ἀντωνυμία ὃς ἥ ὃ ἀνεπληρώθη ἐν τῇ γρὰπτῇ γλὼσσῃ τῇ ὁποῖος κ.λπ. (ἰταλικὴ il quale), ἐν τῇ προφορικῇ γλὼσσῃ τῇ ὁπού (Ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα — ὅπου, Νεοελληνικὴ Κοινὴ — ποῦ) ἄκλιτος.
Κατ᾿ ἀρχὰς ἡ ἀναφρικὴ ἀντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ ἀντικατεστάθη ἐκ τῆς ἀορίστου ἀναφορικῆς ὅστις, ἥτις, ὅτι. Ἀπὸ τὸν 16ον αἰῶνα περίπου καὶ ἑξῆς βαθμιαίως ἤρχισε νὰ ἀντικατιστᾶται ἡ ὅστις, ἥτις, ὅτι διὰ τῆς ὁποῖος, ὅπου- ποῦ
(10) Ἡ εὐκτικὴ ἀπωλέσθη ἕως τὸν 9ον μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἀντικατεστάθη ἐκ τῆς ὑποτακτικῆς καὶ ἄλλων περιφραστικῶν ἐκφράσεων π.χ.: θέλω νὰ εἶχα (θὰ εἶχα) θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχω
(10α) Ἡ ὑποτακτικὴ τοῦ ἐνεστῶτος συνέπεσε φωνητικῶς πρὸς τὴν ὁρστικὴν τοῦ ἐνεστῶτος, διὸ καὶ ὑπῆρξεν ἀνάγκη νὰ ὁρισθῇ διά τινος δείκτου: νά (< ἵνα).
(11) Ὁ μέλλων ἐσχηματίσθη ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ θέλω ἵνα > θενὰ > θὰ μετὰ τῆς ὑποτακτικῆς: θὰ γράφω (διαρκὴς), θὰ γράψω (στιγμαῖος).
(12) Τὸ ἀπαρέμφατον ἐπεβίωσεν μόνον εἰς τοὺς τύπους γράψειν (Νεοελληνικὴ — γράψει : ἐκ τῆς Ἀρχαίας ἑλληνικῆς: γράψειν ἀντὶ γράψαι) ἐνεργητικὴ καὶ γραφῆν (Νεοελληνικὴ — γραφῆ : ἐκ τῆς Ἀρχαίας ἑλληνικῆς: γραφῆναι) παθητική, ὁ ἀρχαῖος μονολεκτικὸς παρακείμενος ἀποδίδεται ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικικῇ διὰ περιφράσεως: ἔχω γράψει τὸ ὄνομά μου καὶ ἔχει γραφῆ τὸ ὄνομά μου.
(13) Ἡ χρῆσις τῶν μετοχῶν ἐγένετο πλέον περιωρισμένη, ἀλλὰ ἔχει ἐμφανισθῆ νέος ἄκλιτος ῥηματικὸς τύπος εἰς –οντας γερούνδιον.
(14) Ἡ κατάληξις τοῦ τρίτου προσώπου πληθυντικοῦ -ουσι χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικῶς ἐν τῇ αὐστηρᾷ καθαρευούσῃ, ἡ νῦν μεταχειρίζεται τὴν κατάληξιν –ουν.
(15) Ἡ προστακτικὴ τοῦ τρίτου προσώπου ὑποκατεστάθη τῇ δομὴ ἂς (ἀρχαὶᾳ ἄφες) μετὰ τῆς υποτακτικῆς.
(16) Ὁ μέσος ἀοριστος ἐξηφανίσθη καὶ ὁ παθητικὸς ἀόριστος ἀναδιωργάνωσαν ἐν βάσει τῆς παλαιᾶς παρακειμένου ενεργητικῆς συνεχωνεύθησαν καὶ πρὸς τούτοις ἀφομοίωσαν τύπους τοὺ ἀρχαίου παρακειμένου: ἐλύθηκα < ἐλύθην, ὡς λέλυκα.
(17) Τὸ ἀπαρέμφατον ἀντικατεστάθη ὑπὸ τοῦ vά μετὰ τῆς ὑποτακτικῆς.
(18) Τὸ ρῆμα εἰμὶ ἀνακατεσκευάσθη ὡς μεσοπαθητική
(19) Ἀναπτύχθηκε τὸ πρόστ. ἐπίθημα (?) -v-: ὡς φέρνω, ἔφερνα, ἔφερα, θὰ φέρνω, θὰ φέρω.